αυτοδιοίκητος

αυτοδιοίκητος
-η, -ο
αυτός που αυτοδιοικείται, που έχει διοικητική ανεξαρτησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκυβέρνητος — η, ο αυτοδιοίκητος, αυτεξούσιος: Όλοι οι λαοί θέλουν να είναι αυτοκυβέρνητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”